- λειπανάβατος
- η , ο1) приготовленный из недрожжевого теста; 2) ирон. вялый, медлительный;
λειπανάβατος (άνθρωπος) — размазня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λειπανάβατος (άνθρωπος) — размазня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λειπανάβατος — η, ο βλ. λειψανάβατος … Dictionary of Greek
λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… … Dictionary of Greek